στελεά — και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ εά / στειλ ειή (πρβλ. δωρ εά, νευρ ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun k… … Dictionary of Greek
σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
στειλαιός — ὁ, Α βλ. στειλεός … Dictionary of Greek
στειλειός — ὁ, Α βλ. στειλεός … Dictionary of Greek
στειλιάρι — το / στειλιάριον, ΝΜ, και στελιάρι Ν [στε(ι)λεά / στε(ι)λε(ι)ός] 1. ο στειλεός 2. ξύλινο χοντρό ραβδί, ρόπαλο νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος άξεστος και ανόητος, κούτσουρο 2. φρ. α) «τού δωσε στειλιάρι» τόν έδειρε πολύ, τόν ξυλοκόπησε άγρια β) «θέλει… … Dictionary of Greek
στελεός — ο, ΝΜΑ βλ. στειλεός … Dictionary of Greek